ακαταζήτητος

ακαταζήτητος
ἀκαταζήτητος, -ον (Μ) [καταζητῶ]
εκείνος για τον οποίο δεν είναι δυνατόν να γίνει εξέταση, έρευνα
επίρρ. ἀκαταζητήτως
ανεξέταστα, αλλά και απλά, αδιαφιλονίκητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαταζήτητος — η, ο αυτός που δεν τον καταζητούν, δεν τον κυνηγούν: Έφυγε στο εξωτερικό και εκεί κατάφερε να μείνει ακαταζήτητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”